- χειρόδοτα
- χειρόδοτοςgiven by handneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χειρόδοτος — ον, Α 1. αυτός που έχει δοθεί με το χέρι 2. φρ. α) «χειρόδοτον δάνειον» δάνειο στο χέρι χωρίς γραπτό συμβόλαιο πάπ. β) «χειρόδοτα παράφερνα» κινητή περιουσία. επίρρ... χειροδότως Μ στο χέρι, με δόσιμο στο χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + δοτός… … Dictionary of Greek